- καλοχάραχτος
- καλοχάραχτος, -η, -ο και καλοχάραγος, -η, -ο1. που είναι χαραγμένος καλά.2. (για ανθρώπους), που έχει καλά χαραγμένο το πρόσωπο, που έχει όμορφα χαρακτηριστικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.